Το μολυσματικό κηρίο αποτελεί μια αρκετά συνηθισμένη επιφανειακή μόλυνση του δέρματος, που προκαλείται από βακτήρια (σταφυλόκοκκο, στρεπτόκοκκο ή και από τα δύο). Η συχνότητα του μολυσματικού κηρίου είναι αρκετά μεγαλύτερη σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Είναι νόσημα που παρουσιάζει εποχιακή κατανομή και εμφανίζεται πιο συχνά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο.
Στους ενήλικες, εμφανίζεται κυρίως ως επιπλοκή μιας προϋπάρχουσας δερματικής νόσου (π.χ. μιας αλλεργικής δερματίτιδας), ενώ στα παιδιά παρουσιάζεται πιο συχνά σε αυτά που έχουν ατοπική προδιάθεση.
Η μετάδοση του νοσήματος ευνοείται από περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως: υψηλές θερμοκρασίες, υγρό κλίμα καθώς επίσης και σε καταστάσεις που πολλοί άνθρωποι αναγκάζονται να συνυπάρχουν μαζί σε περιορισμένο χώρο (σχολεία, κατασκηνώσεις, παιδικοί σταθμοί, προσφυγικοί καταυλισμοί). Η κακή υγιεινή, η κακή διατροφή και το τροπικό κλίμα, βοηθούν στην μετάδοση του νοσήματος.
Συνήθως τα μικρόβια εισβάλουν από μια σχισμή του δέρματος που προκαλείται είτε από γδάρσιμο είτε από τσίμπημα εντόμου είτε από απλό τραυματισμό. Κάποιες φορές το μολυσματικό κηρίο μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε φυσιολογικό δέρμα.
Η μόλυνση αρχίζει σαν κόκκινη διάβρωση του δέρματος που βγάζει αρχικά μικρές φουσκάλες (φυσαλίδες) και στη συνέχεια (τις επόμενες ημέρες) διαυγές υγρό, με τελικό αποτέλεσμα να σχηματιστεί μια κολλώδης κρούστα (που θυμίζει σταγόνα μελιού).
Η δερματική αυτή βλάβη έχει την τάση να μεγαλώνει και είναι αρκετά μεταδοτική.
Κάθε φυσική επαφή, όπως το ξύσιμο, μπορεί να μεταδώσει την λοίμωξη σε άλλα μέρη του σώματος ή ακόμα και σε άλλους ανθρώπους.
Το μολυσματικό κηρίο είναι καλοήθης αλλά υποτροπιάζουσα νόσος και συνήθως ανταποκρίνεται πολύ καλά στη θεραπεία. Όταν η θεραπεία γίνεται έγκαιρα και σωστά, τότε η υποχώρηση του νοσήματος είναι οριστική και δεν καταλείπονται σημάδια και ουλές. Θα πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη, ότι σε παραμελημένες καταστάσεις η νόσος μπορεί να προσβάλει τα νεφρά ακόμα και την καρδιά.
Η διάγνωση του μολυσματικού κηρίου γίνεται μόνο από το δερματολόγο, μετά από προσεκτική εξέταση του δέρματος, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί και εργαστηριακή ανάλυση (καλλιέργεια).
Ανάλογα με την ένταση των συμπτωμάτων και τη διάρκειά τους χορηγούνται αντιβιοτικά σκευάσματα σε συνδυασμό με αντισηπτικά διαλύματα και εξειδικευμένα καθαριστικά. Εάν δεν γίνει σωστή θεραπεία και δεν εκριζωθούν επαρκώς οι μικροβιακές εστίες είναι πολύ πιθανό να συμβούν υποτροπές του νοσήματος.
Προσοχή λοιπόν στη σωστή φροντίδα του δέρματος, γιατί και το πιο απλό ακόμα δερματολογικό νόσημα όταν δεν αντιμετωπίζεται σωστά μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές επιπλοκές στην γενικότερη υγεία.